κεράτωση

κεράτωση
(I)
η
ιατρ. κάθε έπαρμα τού δέρματος που προέρχεται από υπερβολική ανάπτυξη τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratosis].
————————
(II)
η (Μ κεράτωσις) [κερατώνω]
το κεράτωμα, η διάπραξη μοιχείας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κεράτωση ή κερατίνωση — Δερματική νόσος. Χαρακτηρίζεται από περιγεγραμμένη πάχυνση της κερατίνης στιβάδας της επιδερμίδας και οφείλεται σε υπερπλασία (έντονη ανάπτυξη) ή σε αυξημένη συνοχή της. Το δέρμα, που προσβάλλεται από κ., απολεπίζεται πέντε ή δέκα φορές πιο αργά… …   Dictionary of Greek

  • κεράτωμα — (I) το ιατρ. κεράτωση τού δέρματος με όψη όγκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratoma]. (II) το [κερατώνω] η διάπραξη μοιχείας ή το να γίνει κάποιος κερατάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”